Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
νοτερός
νοτία
View word page
νοσοτροφία
νοσοτροφία νοσο-τροφία, ἡ, τρέφω care of the sick, Plat.

ShortDef

care of the sick

Debugging

Headword:
νοσοτροφία
Headword (normalized):
νοσοτροφία
Headword (normalized/stripped):
νοσοτροφια
IDX:
22324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22346
Key:
nosotrofi/a

Data

{'content': 'νοσοτροφία\n νοσο-τροφία, ἡ,\n τρέφω\n care of the sick, Plat.', 'key': 'nosotrofi/a'}