Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
νοσώδης
View word page
νοσηρός
νοσηρός νοσηρός, ά, όν like νοσερός diseased, unhealthy, Xen.

ShortDef

diseased, unhealthy

Debugging

Headword:
νοσηρός
Headword (normalized):
νοσηρός
Headword (normalized/stripped):
νοσηρος
IDX:
22322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22344
Key:
noshro/s

Data

{'content': 'νοσηρός\n νοσηρός, ά, όν\n like νοσερός\n diseased, unhealthy, Xen.', 'key': 'noshro/s'}