Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
νόσφι
View word page
νοσηματώδης
νοσηματώδης from νόσημα νοσημᾰτ-ώδης, ες = νοσώδης, Arist.
ShortDef
ailing, sickly
Debugging
Headword:
νοσηματώδης
Headword (normalized):
νοσηματώδης
Headword (normalized/stripped):
νοσηματωδης
IDX:
22321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22343
Key:
noshmatw/dhs
Data
{'content': 'νοσηματώδης\n from νόσημα\n νοσημᾰτ-ώδης, ες\n = νοσώδης, Arist.', 'key': 'noshmatw/dhs'}