Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
νοσφίζομαι
View word page
νόσημα
νόσημα νόσημα, ατος, τό, νοσέω a sickness, disease, plague, Soph., etc. metaph. disease, affliction, Aesch., Plat. of disorder in a state, Plat., etc.
ShortDef
a sickness, disease, plague
Debugging
Headword:
νόσημα
Headword (normalized):
νόσημα
Headword (normalized/stripped):
νοσημα
IDX:
22320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22342
Key:
no/shma
Data
{'content': 'νόσημα\n νόσημα, ατος, τό,\n νοσέω\n a sickness, disease, plague, Soph., etc.\n metaph. disease, affliction, Aesch., Plat.\n of disorder in a state, Plat., etc.', 'key': 'no/shma'}