Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
νοστέω
νόστιμος
νόστος
View word page
νοσηλεύω
νοσηλεύω νοσηλεύω, only in pres. to tend a sick person, Babr.

ShortDef

to tend a sick person

Debugging

Headword:
νοσηλεύω
Headword (normalized):
νοσηλεύω
Headword (normalized/stripped):
νοσηλευω
IDX:
22319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22341
Key:
noshleu/w

Data

{'content': 'νοσηλεύω\n νοσηλεύω,\n only in pres.\n to tend a sick person, Babr.', 'key': 'noshleu/w'}