Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλυπτήρια
View word page
ἀναίσχυντος
ἀναίσχυντος αἰσχύνω shameless, impudent, Eur., Ar., etc.: —τὸ ἀναίσχυντον, ἀναισχυντία, Eur.:—adv. -τως, Plat. of things, abominable, Eur.
ShortDef
shameless, impudent
Debugging
Headword:
ἀναίσχυντος
Headword (normalized):
ἀναίσχυντος
Headword (normalized/stripped):
αναισχυντος
IDX:
2233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2234
Key:
a)nai/sxuntos
Data
{'content': 'ἀναίσχυντος\n αἰσχύνω\n shameless, impudent, Eur., Ar., etc.: —τὸ ἀναίσχυντον, ἀναισχυντία, Eur.:—adv. -τως, Plat.\n of things, abominable, Eur.', 'key': 'a)nai/sxuntos'}