Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
νοσσοτροφέω
View word page
νοσερός
νοσερός νοσερός, ά, όν = νοσηρός, Eur. ν. κοίτη a bed of sickness, Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα Arist.

ShortDef

of sickness

Debugging

Headword:
νοσερός
Headword (normalized):
νοσερός
Headword (normalized/stripped):
νοσερος
IDX:
22316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22338
Key:
nosero/s

Data

{'content': 'νοσερός\n νοσερός, ά, όν\n = νοσηρός, Eur.\n ν. κοίτη a bed of sickness, Eur.:—adv., νοσερῶς ἔχειν τὸ σῶμα Arist.', 'key': 'nosero/s'}