Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
νόσος
νοσοτροφία
νοσσεύω
View word page
νοσακερός
νοσακερός νοσᾰκερός, ά, όν νόσος liable to sickness, sickly, Arist.

ShortDef

liable to sickness, sickly

Debugging

Headword:
νοσακερός
Headword (normalized):
νοσακερός
Headword (normalized/stripped):
νοσακερος
IDX:
22315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22337
Key:
nosakero/s

Data

{'content': 'νοσακερός\n νοσᾰκερός, ά, όν\n νόσος\n liable to sickness, sickly, Arist.', 'key': 'nosakero/s'}