Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
νόσημα
νοσηματώδης
νοσηρός
View word page
νομοφύλαξ
νομοφύλαξ νομο-φύλαξ (ῠ), ακος, a guardian of the laws, Plat.

ShortDef

a guardian of the laws

Debugging

Headword:
νομοφύλαξ
Headword (normalized):
νομοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
νομοφυλαξ
IDX:
22312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22334
Key:
nomofu/lac

Data

{'content': 'νομοφύλαξ\n νομο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n a guardian of the laws, Plat.', 'key': 'nomofu/lac'}