Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
νοσηλεία
νοσηλεύω
View word page
νομόνδε
νομόνδε νομός to pasture, Hom.
ShortDef
to pasture
Debugging
Headword:
νομόνδε
Headword (normalized):
νομόνδε
Headword (normalized/stripped):
νομονδε
IDX:
22309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22331
Key:
nomo/nde
Data
{'content': 'νομόνδε\n νομός\n to pasture, Hom.', 'key': 'nomo/nde'}