Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
νοσερός
νοσέω
View word page
νομοθετητέος
νομοθετητέος νομοθετητέος, η, ον, verb. adj. to be settled by law, Plat. trans. one must ordain by law, Arist.
ShortDef
to be settled by law
Debugging
Headword:
νομοθετητέος
Headword (normalized):
νομοθετητέος
Headword (normalized/stripped):
νομοθετητεος
IDX:
22307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22329
Key:
nomoqethte/os
Data
{'content': 'νομοθετητέος\n νομοθετητέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be settled by law, Plat.\n trans. one must ordain by law, Arist.', 'key': 'nomoqethte/os'}