Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
νοόπληκτος
νόος
νοσακερός
View word page
νομοθέτημα
νομοθέτημα from νομοθετέω νομοθέτημα, ατος, τό, a law, ordinance, Plat.
ShortDef
a law, ordinance
Debugging
Headword:
νομοθέτημα
Headword (normalized):
νομοθέτημα
Headword (normalized/stripped):
νομοθετημα
IDX:
22305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22327
Key:
nomoqe/thma
Data
{'content': 'νομοθέτημα\n from νομοθετέω\n νομοθέτημα, ατος, τό,\n a law, ordinance, Plat.', 'key': 'nomoqe/thma'}