Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
νομοφύλαξ
View word page
νομοδιδάσκαλος
νομοδιδάσκαλος νομο-δῐδάσκᾰλος, ὁ, a teacher of the law, Plut., NTest.
ShortDef
a teacher of the law
Debugging
Headword:
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
νομοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
νομοδιδασκαλος
IDX:
22302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22324
Key:
nomodida/skalos
Data
{'content': 'νομοδιδάσκαλος\n νομο-δῐδάσκᾰλος, ὁ,\n a teacher of the law, Plut., NTest.', 'key': 'nomodida/skalos'}