Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
νομός
View word page
νομοδείκτης
νομοδείκτης νομο-δείκτης, ου, ὁ, one who explains laws, Plut.
ShortDef
one who explains laws
Debugging
Headword:
νομοδείκτης
Headword (normalized):
νομοδείκτης
Headword (normalized/stripped):
νομοδεικτης
IDX:
22301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22323
Key:
nomodei/kths
Data
{'content': 'νομοδείκτης\n νομο-δείκτης, ου, ὁ,\n one who explains laws, Plut.', 'key': 'nomodei/kths'}