Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
νόμος
View word page
νομογράφος
νομογράφος νομο-γράφος, ὁ, γράφω one who draws up laws. (νόμος II) a composer of music, Plat.

ShortDef

one who draws up laws

Debugging

Headword:
νομογράφος
Headword (normalized):
νομογράφος
Headword (normalized/stripped):
νομογραφος
IDX:
22300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22322
Key:
nomogra/fos

Data

{'content': 'νομογράφος\n νομο-γράφος, ὁ,\n γράφω\n one who draws up laws. \n (νόμος II) a composer of music, Plat.', 'key': 'nomogra/fos'}