Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
νομόνδε
View word page
νομογραφία
νομογραφία νομογρᾰφία, ἡ, written legislation, Strab. from νομογράφος
ShortDef
written legislation
Debugging
Headword:
νομογραφία
Headword (normalized):
νομογραφία
Headword (normalized/stripped):
νομογραφια
IDX:
22299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22321
Key:
nomografi/a
Data
{'content': 'νομογραφία\n νομογρᾰφία, ἡ,\n written legislation, Strab.\n from νομογράφος', 'key': 'nomografi/a'}