Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
νομοθετικός
View word page
νομιστεύομαι
νομιστεύομαι νομιστεύομαι, Pass. to be current, Polyb.
ShortDef
to be current
Debugging
Headword:
νομιστεύομαι
Headword (normalized):
νομιστεύομαι
Headword (normalized/stripped):
νομιστευομαι
IDX:
22298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22320
Key:
nomisteu/omai
Data
{'content': 'νομιστεύομαι\n νομιστεύομαι,\n Pass. to be current, Polyb.', 'key': 'nomisteu/omai'}