Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
νομοθέτης
νομοθετητέος
View word page
νομιστέος
νομιστέος νομιστέος, η, ον, verb. adj. to be accounted, Plat.

ShortDef

to be accounted

Debugging

Headword:
νομιστέος
Headword (normalized):
νομιστέος
Headword (normalized/stripped):
νομιστεος
IDX:
22297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22319
Key:
nomiste/os

Data

{'content': 'νομιστέος\n νομιστέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be accounted, Plat.', 'key': 'nomiste/os'}