Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
νομοθέτημα
View word page
νόμισις
νόμισις νομίζω usage, prescription, custom, ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Thuc.
ShortDef
usage, prescription, custom
Debugging
Headword:
νόμισις
Headword (normalized):
νόμισις
Headword (normalized/stripped):
νομισις
IDX:
22295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22317
Key:
no/misis
Data
{'content': 'νόμισις\n νομίζω\n usage, prescription, custom, ἡ ἁνθρωπεία ἐς τὸ θεῖον νόμισις the established belief about the Deity, Thuc.', 'key': 'no/misis'}