Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
νομογραφία
νομογράφος
νομοδείκτης
νομοδιδάσκαλος
νομοθεσία
νομοθετέω
View word page
νόμιος
νόμιος νόμιος, α, ον νομεύς of shepherds, pastoral, ν. θεός, i. e. Pan, Hhymn.; of Apollo, as shepherd of Admetus, Theocr.

ShortDef

of shepherds, pastoral
pastoral (god), i.e. Pan
customary

Debugging

Headword:
νόμιος
Headword (normalized):
νόμιος
Headword (normalized/stripped):
νομιος
IDX:
22294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22316
Key:
no/mios1

Data

{'content': 'νόμιος\n νόμιος, α, ον\n νομεύς\n of shepherds, pastoral, ν. θεός, i. e. Pan, Hhymn.; of Apollo, as shepherd of Admetus, Theocr.', 'key': 'no/mios1'}