Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
νομιστέος
νομιστεύομαι
View word page
νομεύς
νομεύς νομεύς, έως, νέμω a shepherd, herdsman, Hom., etc. a dealer out, distributer, ἀγαθῶν Plat. pl. νομέες, the ribs of a ship, Hdt.
ShortDef
a shepherd, herdsman; pl. ribs of a ship
Debugging
Headword:
νομεύς
Headword (normalized):
νομεύς
Headword (normalized/stripped):
νομευς
IDX:
22288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22310
Key:
nomeu/s
Data
{'content': 'νομεύς\n νομεύς, έως,\n νέμω\n a shepherd, herdsman, Hom., etc.\n a dealer out, distributer, ἀγαθῶν Plat.\n pl. νομέες, the ribs of a ship, Hdt.', 'key': 'nomeu/s'}