Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
νόμισις
νόμισμα
View word page
νομέης
νομέης νομέης, ου, ὁ, later form for νομεύς, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νομέης
Headword (normalized):
νομέης
Headword (normalized/stripped):
νομεης
IDX:
22286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22308
Key:
nome/hs
Data
{'content': 'νομέης\n νομέης, ου, ὁ,\n later form for νομεύς, Anth.', 'key': 'nome/hs'}