Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
νόμιος
View word page
νομάρχης
νομάρχης νομ-άρχης, ου, ὁ, the chief of an Egyptian province (νομός) , Hdt.
ShortDef
the chief of an Egyptian province
Debugging
Headword:
νομάρχης
Headword (normalized):
νομάρχης
Headword (normalized/stripped):
νομαρχης
IDX:
22284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22306
Key:
noma/rxhs
Data
{'content': 'νομάρχης\n νομ-άρχης, ου, ὁ,\n the chief of an Egyptian province (νομός) , Hdt.', 'key': 'noma/rxhs'}