νόμαιος
νόμαιος
νόμαιος, α, ον
νόμος
customary: νόμαια, ων, τά, like νόμιμα, customs, usages, Hdt.
{
"content": "νόμαιος\n νόμαιος, α, ον\n νόμος\n customary: νόμαια, ων, τά, like νόμιμα, customs, usages, Hdt.",
"key": "no/maios"
}