Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
νόμιμος
View word page
νόμαιος
νόμαιος νόμαιος, α, ον νόμος customary: νόμαια, ων, τά, like νόμιμα, customs, usages, Hdt.
ShortDef
customary
Debugging
Headword:
νόμαιος
Headword (normalized):
νόμαιος
Headword (normalized/stripped):
νομαιος
IDX:
22283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22305
Key:
no/maios
Data
{'content': 'νόμαιος\n νόμαιος, α, ον\n νόμος\n customary: νόμαια, ων, τά, like νόμιμα, customs, usages, Hdt.', 'key': 'no/maios'}