Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
νομικός
View word page
νομαῖος
νομαῖος νομαῖος, α, ον = νομαδικός, Anth.
ShortDef
of/for a herdsman's life, pastoral
Debugging
Headword:
νομαῖος
Headword (normalized):
νομαῖος
Headword (normalized/stripped):
νομαιος
IDX:
22282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22304
Key:
nomai=os
Data
{'content': 'νομαῖος\n νομαῖος, α, ον\n = νομαδικός, Anth.', 'key': 'nomai=os'}