Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
νομίζω
View word page
νομαδικός
νομαδικός νομᾰδικός, ή, όν νομάς of or for a herdsmanʼs life, nomadic, pastoral, Arist.:—adv. -κῶς, like Nomads, Strab. Numidian, Polyb.

ShortDef

of/for a herdsman’s life, pastoral; (pr.) Numidian

Debugging

Headword:
νομαδικός
Headword (normalized):
νομαδικός
Headword (normalized/stripped):
νομαδικος
IDX:
22281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22303
Key:
nomadiko/s

Data

{'content': 'νομαδικός\n νομᾰδικός, ή, όν\n νομάς\n of or for a herdsmanʼs life, nomadic, pastoral, Arist.:—adv. -κῶς, like Nomads, Strab.\n Numidian, Polyb.', 'key': 'nomadiko/s'}