Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
νομεύω
νομή
View word page
νοίδιον
νοίδιον νοίδιον, ου, τό, Dim. of νόος, νοῦς, Ar.
ShortDef
mini-mind, mini-thought
Debugging
Headword:
νοίδιον
Headword (normalized):
νοίδιον
Headword (normalized/stripped):
νοιδιον
IDX:
22280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22302
Key:
noi/dion
Data
{'content': 'νοίδιον\n νοίδιον, ου, τό,\n Dim. of νόος, νοῦς, Ar.', 'key': 'noi/dion'}