Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
νομεύς
View word page
νοθοκαλλοσύνη
νοθοκαλλοσύνη νοθο-καλλοσύνη, ἡ, counterfeit charms, Anth.
ShortDef
counterfeit charms
Debugging
Headword:
νοθοκαλλοσύνη
Headword (normalized):
νοθοκαλλοσύνη
Headword (normalized/stripped):
νοθοκαλλοσυνη
IDX:
22278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22300
Key:
noqokallosu/nh
Data
{'content': 'νοθοκαλλοσύνη\n νοθο-καλλοσύνη, ἡ,\n counterfeit charms, Anth.', 'key': 'noqokallosu/nh'}