Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀναίμων
ἀναιμωτί
ἀναίνομαι
ἀναίρεσις
ἀναιρέω
ἀναίρω
ἀναισθησία
ἀναισθητέω
ἀναίσθητος
ἀναισιμόω
ἀναισίμωμα
ἀναΐσσω
ἀναισχυντέω
ἀναισχυντία
ἀναίσχυντος
ἀναίτιος
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινόω
View word page
ἀναισίμωμα
ἀναισίμωμα from ἀναισιμόω consumption, expenditure, Hdt.
ShortDef
consumption, expenditure
Debugging
Headword:
ἀναισίμωμα
Headword (normalized):
ἀναισίμωμα
Headword (normalized/stripped):
αναισιμωμα
IDX:
2229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2230
Key:
a)naisi/mwma
Data
{'content': 'ἀναισίμωμα\n from ἀναισιμόω\n consumption, expenditure, Hdt.', 'key': 'a)naisi/mwma'}