Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
νόμευμα
View word page
νοθεύω
νοθεύω νοθεύω, to adulterate: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.
ShortDef
to adulterate
Debugging
Headword:
νοθεύω
Headword (normalized):
νοθεύω
Headword (normalized/stripped):
νοθευω
IDX:
22277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22299
Key:
noqeu/w
Data
{'content': 'νοθεύω\n νοθεύω,\n to adulterate: Pass., aor1 inf. νοθευθῆναι Luc.', 'key': 'noqeu/w'}