Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
νομέης
View word page
νοθεία
νοθεία νοθεία, ἡ, birth out of wedlock, Plut. from νοθεύω
ShortDef
birth out of wedlock
Debugging
Headword:
νοθεία
Headword (normalized):
νοθεία
Headword (normalized/stripped):
νοθεια
IDX:
22276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22298
Key:
noqei/a
Data
{'content': 'νοθεία\n νοθεία, ἡ,\n birth out of wedlock, Plut.\n from νοθεύω', 'key': 'noqei/a'}