Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
νομάς
View word page
νοθαγενής
νοθαγενής νοθᾱ-γενής, ές Doric and poet. for νοθηγενής γίγνομαι base-born, Eur.
ShortDef
base-born
Debugging
Headword:
νοθαγενής
Headword (normalized):
νοθαγενής
Headword (normalized/stripped):
νοθαγενης
IDX:
22275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22297
Key:
noqagenh/s
Data
{'content': 'νοθαγενής\n νοθᾱ-γενής, ές\n Doric and poet. for νοθηγενής\n γίγνομαι\n base-born, Eur.', 'key': 'noqagenh/s'}