Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
νομαῖος
νόμαιος
νομάρχης
View word page
νοητός
νοητός νοητός, ή, όν νοέω perceptible to the mind, thinkable, opp. to visible (ὁρατός) , Plat.
ShortDef
perceptible to the mind, thinkable
Debugging
Headword:
νοητός
Headword (normalized):
νοητός
Headword (normalized/stripped):
νοητος
IDX:
22274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22296
Key:
nohto/s
Data
{'content': 'νοητός\n νοητός, ή, όν\n νοέω\n perceptible to the mind, thinkable, opp. to visible (ὁρατός) , Plat.', 'key': 'nohto/s'}