Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
νόθος
νοίδιον
νομαδικός
View word page
νοήμων
νοήμων νοήμων, ονος, νοέω thoughtful, intelligent, Od. in oneʼs right mind, Hdt.

ShortDef

thoughtful, intelligent

Debugging

Headword:
νοήμων
Headword (normalized):
νοήμων
Headword (normalized/stripped):
νοημων
IDX:
22271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22293
Key:
noh/mwn

Data

{'content': 'νοήμων\n νοήμων, ονος,\n νοέω\n thoughtful, intelligent, Od.\n in oneʼs right mind, Hdt.', 'key': 'noh/mwn'}