Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
νοθεύω
νοθοκαλλοσύνη
View word page
νοερός
νοερός νοερός, ά, όν νόος intellectual, Plat., etc.

ShortDef

intellectual

Debugging

Headword:
νοερός
Headword (normalized):
νοερός
Headword (normalized/stripped):
νοερος
IDX:
22268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22290
Key:
noero/s

Data

{'content': 'νοερός\n νοερός, ά, όν\n νόος\n intellectual, Plat., etc.', 'key': 'noero/s'}