Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
νοθεία
View word page
νιφοστιβής
νιφοστιβής νῐφο-στῐβής, ές στείβω piled with snow, Soph.
ShortDef
piled with snow
Debugging
Headword:
νιφοστιβής
Headword (normalized):
νιφοστιβής
Headword (normalized/stripped):
νιφοστιβης
IDX:
22266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22288
Key:
nifostibh/s
Data
{'content': 'νιφοστιβής\n νῐφο-στῐβής, ές\n στείβω\n piled with snow, Soph.', 'key': 'nifostibh/s'}