Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
νοθαγενής
View word page
νιφόεις
νιφόεις νῐφόεις, εσσα, εν νίφα snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.
ShortDef
snowy, snowclad, snowcapt
Debugging
Headword:
νιφόεις
Headword (normalized):
νιφόεις
Headword (normalized/stripped):
νιφοεις
IDX:
22265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22287
Key:
nifo/eis
Data
{'content': 'νιφόεις\n νῐφόεις, εσσα, εν\n νίφα\n snowy, snowclad, snowcapt, Hom., Hes., etc.', 'key': 'nifo/eis'}