Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
νοητός
View word page
νιφόβολος
νιφόβολος νιφό-βολος, ον, βάλλω snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.

ShortDef

snow-stricken, snowclad

Debugging

Headword:
νιφόβολος
Headword (normalized):
νιφόβολος
Headword (normalized/stripped):
νιφοβολος
IDX:
22264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22286
Key:
nifo/bolos

Data

{'content': 'νιφόβολος\n νιφό-βολος, ον,\n βάλλω\n snow-stricken, snowclad, of mountains, Eur., Ar.', 'key': 'nifo/bolos'}