Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
νόησις
νοητικός
View word page
νιφοβλής
νιφοβλής νῐφο-βλής, ῆτος, ὁ, ἡ, = νιφόβολος, Ἄλπεις Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
νιφοβλής
Headword (normalized):
νιφοβλής
Headword (normalized/stripped):
νιφοβλης
IDX:
22263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22285
Key:
nifoblh/s
Data
{'content': 'νιφοβλής\n νῐφο-βλής, ῆτος, ὁ, ἡ,\n = νιφόβολος, Ἄλπεις Anth.', 'key': 'nifoblh/s'}