Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
νιφοβλής
νιφόβολος
νιφόεις
νιφοστιβής
νίφω
νοερός
νοέω
νόημα
νοήμων
View word page
νιφετός
νιφετός νῐφετός, οῦ, ὁ, νίφω falling snow, a snowstorm, Hom., Hdt., etc.

ShortDef

falling snow, a snowstorm

Debugging

Headword:
νιφετός
Headword (normalized):
νιφετός
Headword (normalized/stripped):
νιφετος
IDX:
22261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22283
Key:
nifeto/s

Data

{'content': 'νιφετός\n νῐφετός, οῦ, ὁ,\n νίφω\n falling snow, a snowstorm, Hom., Hdt., etc.', 'key': 'nifeto/s'}