Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
νιφετώδης
View word page
νικόβουλος
νικόβουλος νῑκό-βουλος, ον, βουλη prevailing in the council, Ar.
ShortDef
prevailing in the council
Debugging
Headword:
νικόβουλος
Headword (normalized):
νικόβουλος
Headword (normalized/stripped):
νικοβουλος
IDX:
22252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22274
Key:
niko/boulos
Data
{'content': 'νικόβουλος\n νῑκό-βουλος, ον,\n βουλη\n prevailing in the council, Ar.', 'key': 'niko/boulos'}