Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
νιφάς
νιφετός
View word page
νικηφόρος
νικηφόρος φέρω bringing victory, Aesch. (φέρομαι) bearing off the prize, conquering, victorious, Pind., Soph., etc.
ShortDef
bringing victory
Debugging
Headword:
νικηφόρος
Headword (normalized):
νικηφόρος
Headword (normalized/stripped):
νικηφορος
IDX:
22251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22273
Key:
nikhfo/ros
Data
{'content': 'νικηφόρος\n φέρω\n bringing victory, Aesch.\n (φέρομαι) bearing off the prize, conquering, victorious, Pind., Soph., etc.', 'key': 'nikhfo/ros'}