Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
νίφα
View word page
νικηφορέω
νικηφορέω νῑκηφορέω, fut. -ήσω to carry off as a prize, δάκρυα ν. to win naught but tears, Eur. from νῑκηφόρος

ShortDef

to carry off as a prize

Debugging

Headword:
νικηφορέω
Headword (normalized):
νικηφορέω
Headword (normalized/stripped):
νικηφορεω
IDX:
22249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22271
Key:
nikhfore/w

Data

{'content': 'νικηφορέω\n νῑκηφορέω,\n fut. -ήσω\n to carry off as a prize, δάκρυα ν. to win naught but tears, Eur.\n from νῑκηφόρος', 'key': 'nikhfore/w'}