Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
νίτρον
View word page
νικητικός
νικητικός νῑκητικός, ή, όν νικάω likely to conquer, conducing to victory, Xen.; τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plut.
ShortDef
likely to conquer, conducing to victory
Debugging
Headword:
νικητικός
Headword (normalized):
νικητικός
Headword (normalized/stripped):
νικητικος
IDX:
22248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22270
Key:
nikhtiko/s
Data
{'content': 'νικητικός\n νῑκητικός, ή, όν\n νικάω\n likely to conquer, conducing to victory, Xen.; τὸ νικητικώτατον the most likely way to conquer, Plut.', 'key': 'nikhtiko/s'}