Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
νίσσομαι
View word page
νικητήριος
νικητήριος νῑκητήριος, α, ον νικάω belonging to a conqueror or to victory; ν. φίλημα a kiss as the conquerorʼs reward, Xen. as Subst., νικητήριον (sc. ἆθλον) , the prize of victory, Ar., Xen.; mostly in pl., Eur., Plat. νικητήρια (sc. ἱερά), τά, the festival of victory, Xen.

ShortDef

belonging to a conqueror

Debugging

Headword:
νικητήριος
Headword (normalized):
νικητήριος
Headword (normalized/stripped):
νικητηριος
IDX:
22247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22269
Key:
nikhth/rios

Data

{'content': 'νικητήριος\n νῑκητήριος, α, ον\n νικάω\n belonging to a conqueror or to victory; ν. φίλημα a kiss as the conquerorʼs reward, Xen.\n as Subst., νικητήριον (sc. ἆθλον) , the prize of victory, Ar., Xen.; mostly in pl., Eur., Plat.\n νικητήρια (sc. ἱερά), τά, the festival of victory, Xen.', 'key': 'nikhth/rios'}