Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νήφω
νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
νικόβουλος
νῖκος
νιν
νιπτήρ
νίπτρον
View word page
νικητέος
νικητέος νῑκητέος, ον, verb. adj. of νικάω one must conquer, Eur.

ShortDef

one must conquer

Debugging

Headword:
νικητέος
Headword (normalized):
νικητέος
Headword (normalized/stripped):
νικητεος
IDX:
22246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22268
Key:
nikhte/os

Data

{'content': 'νικητέος\n νῑκητέος, ον,\n verb. adj. of νικάω\n one must conquer, Eur.', 'key': 'nikhte/os'}