Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
νικηφορία
νικηφόρος
View word page
νικάτωρ
νικάτωρ νῑκάτωρ, ορος, ὁ, Doric for νικήτωρ a conqueror, Plut.

ShortDef

a conqueror

Debugging

Headword:
νικάτωρ
Headword (normalized):
νικάτωρ
Headword (normalized/stripped):
νικατωρ
IDX:
22241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22263
Key:
nika/twr

Data

{'content': 'νικάτωρ\n νῑκάτωρ, ορος, ὁ,\n Doric for νικήτωρ\n a conqueror, Plut.', 'key': 'nika/twr'}