Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
νίκημα
νίκη
νικητέος
νικητήριος
νικητικός
νικηφορέω
View word page
νίγλαρος
νίγλαρος νίγλᾰρος, ὁ, a pipe or whistle, used by the κελευστής to give the time in rowing, Ar. deriv. uncertain
ShortDef
a pipe
Debugging
Headword:
νίγλαρος
Headword (normalized):
νίγλαρος
Headword (normalized/stripped):
νιγλαρος
IDX:
22239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22261
Key:
ni/glaros
Data
{'content': 'νίγλαρος\n νίγλᾰρος, ὁ,\n a pipe or whistle, used by the κελευστής to give the time in rowing, Ar.\n \n deriv. uncertain', 'key': 'ni/glaros'}