Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
νικήεις
View word page
νηφαλιεύς
νηφαλιεύς νηφᾰλιεύς, έως, = νηφάλιος, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
νηφαλιεύς
Headword (normalized):
νηφαλιεύς
Headword (normalized/stripped):
νηφαλιευς
IDX:
22233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22255
Key:
nhfalieu/s

Data

{'content': 'νηφαλιεύς\n νηφᾰλιεύς, έως,\n = νηφάλιος, Anth.', 'key': 'nhfalieu/s'}