Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

νῆσος
νηστεία
νηστεύω
νῆστις
νησύδριον
νήτιτος
νητός
νῆττα
νηττάριον
νηυσιπέρητος
νήϋτμος
νηφαλιεύς
νηφάλιος
νήφων
νήφω
νήχω
νῆψις
νίγλαρος
νίζω
νικάτωρ
νικάω
View word page
νήϋτμος
νήϋτμος νη-, ἀϋτμή breathless, Hes.

ShortDef

breathless

Debugging

Headword:
νήϋτμος
Headword (normalized):
νήϋτμος
Headword (normalized/stripped):
νηυτμος
IDX:
22232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n22254
Key:
nh/utmos

Data

{'content': 'νήϋτμος\n νη-, ἀϋτμή\n breathless, Hes.', 'key': 'nh/utmos'}